Επιμέλεια: Γιάννης Ξανθούλης
Αυτή τη φορά, στην ποιητική του δραστηριότητα, ο Λουάν Τζούλις προτιμά να είναι «Γυμνός». Γυμνός με τις αλήθειες του, που υπερασπίζει προσκολλημένος στις εμμονές του με ερωτικό και θρησκευτικό ζήλο. Θέματά του ο οικείος χώρος των παθών, η αδιαπραγμάτευτα καθοριστική σκιά της καταγωγής του, η περιπέτεια της καθημερινότητας όπως την επισημαίνει ο μοναχικά στοχαζόμενος ποιητής.
Γυμνός, απαλλαγμένος από κάθε ναρκισσισμό της βιοπάλης –που συνήθως ανακυκλώνει τα κλισέ της ήττας της– ξεδιπλώνει συχνά με γλαφυρές περιφράσεις των ελληνικών του (επιμένει πεισματικά να γραφεί ελληνικά) την πλούσια ευαισθησία του. Έτσι σχηματίζει έναν αναπάντεχο χάρτη ευάλωτων μα πολύτιμων αξιών, για να αποστάξει τελικά το ποιητικό ήθος του. Εξάλλου, αυτό το ήθος είναι και ο πυρήνας της ύπαρξής του…
Παρουσίαση στην Αυγή από την Έλσα Κορνέτη
Ο αθόρυβος αριστοτέχνης της μαύρης έκπληξης
Η ζωή γυρίζει στον κύκλο της ο κύκλος στον χρόνο του και ο χρόνος στον κόσμο του – η πτώση όμως φέρει πάντα κάτι το ηρωικό μέσα της. Κι ο ήρωας-αντιήρωας της ζωής μοιάζει να πέφτει διαρκώς ώσπου να πετύχει την τελική πτώση την τελευταία και ανεπίστρεπτη. Μια πτώση όμως που επιτυγχάνει το παράδοξο: να γίνει πτώση αθόρυβη, πτώση μυστικιστική μέσα από μια σταδιακή απαλλαγή από κάθε είδους βαρίδιο.
Ένας κόσμος συναντά έναν κόσμο διαφορετικό ή ένας διαφορετικός κόσμος συναντά απλά έναν κόσμο συνηθισμένο και ζουν μια κοινή ζωή. Γράφει ο ποιητής: Συνυπάρχουμε κι ελπίζουμε, περιμένοντας με τα μάτια στον ουρανό/ κάνοντας σταυρό,/ με το πιο βολικό χέρι/ Εγώ πρώτος.
Η ακοή και η μνήμη της ζωής συνυπάρχουν δαιμονικά, συνεργάζονται αγγελικά στο σημείο τομής, εκεί που συναντιούνται ένα παράλληλο κι ένα κάθετο σύμπαν, στην αγωνία της αναμέτρησης με το πεπρωμένο, στην κλήρωση μιας άδικης μοίρας, στην ανάγκη επεξήγησης του καταναγκασμού, με μια φαντασίωση πρόβλεψης και ελέγχου του πεπρωμένου. Λίγοι χαρακτηριστικοί στίχοι: Μη με παρεξηγήσετε./Ήρθα να σώσω αυτό το μπαούλο,/ που δεν αντέχει κλειδαριές. Ίσως το χαρίσω σε σας, ελαφραίνοντας τον εαυτό μου./ Δεν θέλω κανένας να είναι ορφανός, δεν θέλω.../
Οι μικρές ανθρώπινες στιγμές της ζωής συγκροτούνται σ’ ένα σώμα. Το σώμα συναντά τη σκέψη και γίνεται ένα σώμα σκεπτόμενο. Το δέρμα παύει να είναι σκληρό γιατί μια μακροχρόνια ευαισθησία το λεπταίνει. Ο ποιητής αισθάνεται διαφορετικός κι όχι μόνον γιατί αισθάνεται κυριολεκτικά μετανάστης και ξένος, αλλά διότι σαν καλλιτέχνης και δη ποιητής κομίζει κάτι διαφορετικό και συνήθως κωμικοτραγικό για τον περίγυρο τον βυθισμένο στην δήθεν κανονικότητα του. Και λοιπόν;/ Ας με εχθρεύονται οι Άγιοι/ που έχω τις λέξεις λατρευτική μου εικόνα. Και ο Θεός αν θέλει, ας πικραθεί,/ που έγραψα ύμνους με στίχους ταπεινούς.
Ο ποιητής μέσα από στίχους βαθιά εξομολογητικούς παραδέχεται ότι γνωρίζει να πέφτει και να ηττάται οικτρά από την ίδια του τη ζωή, τις συνθήκες, τα δεδομένα και το χρόνο ή από τον ίδιο του τον εαυτό με τον οποίο συχνά μονομαχεί. Η γυμνότητα από τον τίτλο έως το τελευταίο χαρακτηριστικό ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «γυμνός» επιδέχεται πολλαπλές ενδιαφέρουσες ερμηνείες. Μετά την ποιητική επισκόπηση, εκτίμηση και αποτίμηση μιας ολόκληρης ζωής ο ποιητής επιθυμεί είτε την επιστροφή στην πρωταρχική μορφή της ζωής όταν ακόμα το σώμα, το πνεύμα και η ψυχή ήταν άγραφο χαρτί ή ακόμα και την μεταφορική κατάκτηση ενός νέου σώματος με την επαναφορά της αγνότητας γιατί η πορεία προς το τέλος μπορεί να σημάνει μια νέα αρχή.
Στο προφίλ του κάδρου,/ ένιωσα τον εαυτό μου βασιλιά/στην αυτοκρατορία των ποιημάτων./Έτσι πέρασα αυτή την Κυριακή, κουρασμένος, ανήσυχος, μελαγχολικός,/ ενώ σκεφτόμουν πως θα ζήσω παραπάνω μες στην ανάσα του κάδρου,/ εκεί στον τοίχο,/ βασιλιάς τώρα στο ηλιοβασίλεμα...
Το στοιχείο της εξομολόγησης στη σκηνή του βίου ενός άρρενος ποιητή ξαφνιάζει ευχάριστα κι αυτός είναι ένα τρόπος έκφρασης τολμηρός που είτε δεν τον συναντούμε συχνά είτε όταν τον συναντούμε σπανίως συγκινεί. Στην περίπτωση της πρόσφατης συλλογής του αλβανικής καταγωγής Λουάν Τζούλις, ο οποίος ζει πολλά χρόνια στην Ελλάδα γράφοντας σε άπταιστα ελληνικά, έχουμε έναν τύπο εξομολογητικής ποίησης βαθιά εσωτερικής, άμεσης, με απόλυτα ισορροπημένη θεατρικότητα, χωρίς στοιχεία υπερβολής που να αποδυναμώνει το εκφραστικό μέσο, αλλά με τη δύναμη μιας συμπαγούς ψυχικής σύνδεσης που επιτυγχάνει με τον αναγνώστη. Και αυτή η σύνδεση η πιο ισχυρή είναι ένα συναίσθημα που δεν εκβιάζεται. Η ποίηση όταν λειτουργεί, όταν συγκινεί, μας φέρνει κοντά στα συναισθήματα και τότε όλες οι αόριστες έννοιες αποκτούν τρισδιάστατη υπόσταση κι ο άυλος κόσμος γίνεται ορατός όσο και ο υλικός. Τα αισθήματα όπως και οι σκέψεις είναι γυμνά – κι ο ποιητής στη συλλογή του αυτή δεν εκδύεται μεταφορικά σαν να ήταν ρούχο μόνο τον εαυτό του και τη ζωή του ολόκληρη, αλλά πετυχαίνει και το αντίστροφο να ντύσει τα αισθήματα και τις σκέψεις με εντυπωσιακές ποιητικές ενδυματολογικές επιλογές.
Έχω γίνει παράξενος:/ Πήγα και παρήγγειλα έναν πράσινο τάφο./ «Άστ’ τον να βρίσκεται», είπα./ Μια μέρα κι εγώ δεν θα έχω εποχή.
Aν η ζωή είναι ό,τι ζεις ή ό,τι δεν ζεις είναι ένα ερώτημα που σταθερά απασχολεί τους ποιητές και όχι μόνον. Μια ζωή ποτισμένη με λίγο από το δηλητήριο της ζωής και με πολύ από το αντίδοτο του θανάτου συχνά αναλώνεται στην μάταιη αναζήτηση νοήματος απόντος, ενώ ο θάνατος ο αθόρυβος ο αριστοτέχνης της μαύρης έκπληξης σκηνοθετεί ανενόχλητος με απεριόριστες εκδοχές τον εαυτό του. Αν εν κατακλείδι είναι η ζωή ο φόβος του θανάτου, αναρωτιέται κανείς αν είναι η πραγματικότητα που βρίθει από την αληθινή ζωή των φαντασμάτων της ή η φαντασία που βρίθει από την ψεύτικη ζωή των αληθινών προσώπων; Με κατηγορούν/ πως πολύ εκτιμώ τους πεθαμένους/ και ξοδεύω παραπανίσιο χρόνο γι’ αυτούς/ Μου λένε/ πως χαρίζω αθανασία στους φυγάδες.
Ο ποιητής όμως πέρα από το υπαρξιακό άγχος του θανάτου που εμφανώς τον απασχολεί, όπως και οι απώλειες των αγαπημένων προσώπων, δεν εμφανίζεται μόνον σαν παρατηρητής κι εκτιμητής της ζωής του, αλλά και της ζωής των άλλων, κυρίως αυτών των απαξιωμένων και των καταφρονεμένων, αυτών που στάθηκαν λιγότερο τυχεροί και αδικημένοι μέσα από άδοξες ανατροπές και αδέξια γυρίσματα της ζωής και της μοίρας. Ο μετανάστης,/ είναι σαν το διπλωμένο χαρτί./ Όσο και να σιδερώνεις τη γραμμή, στις γωνίες,/ τα παλιά σβησίματα/ παραμένει ο ίδιος στο χρώμα,/ στο βλέμμα/ και στο βάρος/. Αμετακίνητη η ρυτίδα του χαρτιού.
Ο Λουάν Τζούλις είναι ένας από τους «επίμονους κηπουρούς» των ελληνικών γραμμάτων αφού επιμένει να «φυτεύει» επιτυχώς ποίηση σε γλώσσα ξένη. Έμεινα γυμνός στα ρήματα/ και τώρα πρέπει να σκεφτώ, μήπως χρειάζεται ν’ αλλάξω/ σκέψεις και πατρίδα/…/Μια μέρα έγινα ξένος, όπως είμαι στ’ αλήθεια,/ παρόλο που σκεφτόμουν πως είχα διαβατήριο αγάπης./ Η ποιητική γραφή του φέρει αληθινό ποιητικό φορτίο υψώνοντας ένα βουνό σάρκινες λέξεις που σε πλακώνει κι έπειτα συγκροτείται σ’ ένα στρόβιλο που σε παρασύρει στη δίνη μιας συγκίνησης σπάνιας και καταλήγεις να στέκεσαι βουβός κι αγνός σαν βότσαλο λευκό, πλυμένος από το θαλασσινό νερό απολαμβάνοντας στην ακροθαλασσιά τη γυμνότητα που ο ποιητής απόλυτα μεταφορικά και λυτρωτικά επιτυγχάνει, ξεντύνοντας τον ίδιο του τον εαυτό από κάθε λέξη, κάθε έννοια, κάθε εικόνα, κάθε μνήμη, κάθε τραύμα, κάθε θλίψη, κάθε λυγμό αγγίζοντας την ψυχή του αναγνώστη με θαυματουργά ακροδάχτυλα.
Γράφει η Έλσα Κορνέτη
Εφημ. Αυγή (12/11/17)
Παρουσίαση στο diastixo.gr από την Ανθούλα Δανιήλ
Ο αναγνώστης δεν μπορεί να κάνει διακειμενικά σχόλια, να βρει επιρροές και επιδράσεις. Τι συμβαίνει, λοιπόν, αφού στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση; Αυτό που συμβαίνει είναι ότι στην ποίησή του ο Λουάν Τζούλις δεν αναπαράγει προγονικές ποιητικές φωνές, δεν συνεχίζει κάποια ποιητική παράδοση· απλώς διοχετεύει κατευθείαν στον στίχο του τη σεμνή και δωρική φωνή της ψυχής του, που καταλήγει στην πηγαία εξομολόγησή του, στη γυμνή αλήθειά του, στην ποίησή του. Γυμνός.
Με τον μονολεκτικό, χωρίς καλολογικούς προσδιορισμούς και απόλυτο στο νόημά του, τίτλο Γυμνός, ο ποιητής Λουάν Τζούλις καταθέτει τις αλήθειες του. Γυμνός, χωρίς υπαινιγμούς, υπεκφυγές, θολωμένα νερά. Το βλέμμα του πάνω στα πράγματα ειλικρινές, η ψυχή του αθώα σαν παιδιού. Ο λόγος του σταράτος, δωρικός, λιτός. Ο «πολιτισμός» της εποχής και η ανάγκη της ζωής σφυρηλάτησαν τον χαρακτήρα του, έδωσαν νεύρο στις παλάμες του, άγγιξε χαρές και ένιωσε λύπες. Όλα απλά και χειροπιαστά. Ο αγώνας για την επιβίωση δεν του επέτρεψε να καμωθεί πως είναι κάτι άλλο πέρα από αυτό που ήταν, κι ας έγινε κάτι άλλο. Εν πλήρει συνειδήσει, παρέμεινε γυμνός, δηλαδή αγνός, καθαρός, γνήσιος, όπως αρμόζει σε έναν άνθρωπο που άφησε πίσω την ψυχή του για να φτιάξει τη ζωή του και δεν σκέφτεται ποτέ να την μπασταρδέψει στο όνομα όποιας επιτυχίας. Αυτός που γύρευε εξελίχτηκε σ’ αυτό που είναι. Γνήσιος άνθρωπος.
Διαβάστε όλη την παρουσίαση εδώ
Ανθούλα Δανιήλ, diastixo.gr (09/03/18)
|