1η έκδοση: Νοέμβριος 2009
Ιστορίες τέλους εποχής, στο μεταίχμιο αλλαγής μιας κοινωνίας. Διαδραματίζονται σ’ ένα νησί του Αιγαίου μετά τον πόλεμο, λίγο πριν επέλθει η τουριστική ανάπτυξη σε μια στάσιμη αγροτική κοινωνία, όπου όλα φαίνονται ίδια, αλλά έχουν αρχίσει να μεταβάλλονται. Με γραφή που αποδίδει πειστικά την εντοπιότητα και το λαϊκό στοιχείο, συγχωνεύοντας επιδέξια στη μυθοπλασία άρθρα και ειδησάρια από τις τοπικές εφημερίδες, το βιβλίο ζωντανεύει έναν παράξενο κόσμο με ρευστά όρια ανάμεσα στο πραγματικό (σήμερα) και το φανταστικό (παρελθόν). Πρόσωπα αλλοτινών καιρών αναδύονται ως μαγικές οπτασίες από τις σελίδες αυτές: η κυρία Γραμματική, ο Αλεκάκης, η Αφρούλα, η Μίλια, η Βάγια με τη σακάτισσα αδερφή, ο Αθανάσης ο χασάπης…
Μια ενδιαφέρουσα «γραμματική» των νεοελληνικών ηθών της επαρχίας μέσα από μια σύγχρονη αυθεντική φωνή.
Ξεμάτιασμα
Χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο
Η θεια η Λενιώ ξεκαρφίτσωσε από μια τσέπη στο στήθος της μια μακριά καρφίτσα, πήρε ένα γαρίφαλο απ’ το πιατάκι και το κάρφωσε από τη μεριά του μπουμπουκιού στην καρφίτσα. Το κράτησε με το δεξί της χέρι στην άκρη των δαχτύλων και έκανε το σημείο του σταυρού μπροστά στο κεφαλάκι του βρέφους, ενώ από μια άλλη τσέπη της μακριάς μέχρι το πάτωμα, όλο σούρες φούστας της, έβγαλε ένα κουτί σπίρτα. Άναψε ένα σπίρτο και το πλησίασε στο γαρίφαλο που άρχισε να καίγεται, ενώ τα χείλη της ανοιγόκλειναν άηχα. Όταν κάηκε εντελώς το μοσχοκάρφι, έριξε το καρβουνάκι που απέμεινε στο ποτηράκι με τον αγιασμό. Επανέλαβε την ίδια διαδικασία άλλες έξι φορές, ενώ η μεγάλη κουζίνα είχε πλημμυρίσει απ’ τη βαριά χαυνωτική ευωδιά των γαριφάλων που καίγονταν. Μετά πήρε το ποτηράκι με τον αγιασμό και τα καμένα μοσχοκάρφια, βούτηξε τα δάχτυλά της μέσα και ράντισε το βρέφος που όλη αυτή την ώρα δεν είχε σταματήσει να κλαυθμυρίζει. Έριξε λίγο αγιασμό στη χούφτα της και πέρασε το χέρι της τρεις φορές πάνω από το πρόσωπο του μωρού. Η Λευκοθέα ανατρίχιασε βλέποντας αυτό το χέρι με τα μαυρισμένα νύχια το παραμορφωμένο απ’ τον χρόνο, την αρρώστια και τη σκληρή δουλειά, το γεμάτο ουλές, στίγματα και έλκη να περνάει πάνω από το πουπουλένιο πανέμορφο προσωπάκι της κόρης της. Κι όμως, και σ’ αυτό το τέλειο πλάσμα θα ’ρθουν τα γηρατειά, η ασκήμια κι ο θάνατος – αυτή η σκέψη της έφερνε ίλιγγο, ήταν αβάσταχτη.
«Άγιε μου Σώζο, βοήθησέ με», επικαλέστηκε τον προστάτη άγιο του νησιού να τη στηρίξει.
«Στα όρη στ’ άγρια βουνά», είπε με σοβαρότητα η θεια η Λενιώ αφού τελείωσε τα τελετουργικά της, και στράφηκε προς τη Λευκοθέα: «Το παιδί δεν είναι ματιασμένο».
Ναι, το είχε καταλάβει και η Λευκοθέα. Κανένα από τα μοσχοκάρφια δεν εκτινάχτηκε με κρότο. Και τα εφτά κάηκαν ήσυχα. Αν το παιδί είχε κακό μάτι πάνω του, κάποιο απ’ τα μοσχοκάρφια καθώς καιγόταν θα διαλυόταν με μια μικρή ηχηρή έκρηξη, σκορπίζοντας σε διάπυρα κομματάκια…
Η Αυγή για τη Γραμματική
Η συγγραφέας συγκροτεί μια πλουραλιστική και ταυτόχρονα συνεκτική μυθοπλασία που τοιχογραφεί το κοινωνικό πλαίσιο δια μέσου των μικρών εκφάνσεών του, των απλών, αδιαμεσολάβητων σχέσεων μεταξύ απλών ανθρώπων. Επηρεασμένη δημιουργικά από την κλασική ελληνική πεζογραφία του δέκατου ένατου αιώνα, και κυρίως από τους εκφραστές της ηθογραφικής συνιστώσας της, η Τσολακούδη μας δίνει κάποιες μινιμαλιστικές, ιδιαιτέρως γοητευτικές, τοιχογραφίες μιας εποχής που αν και ανήκει πλέον στο παρελθόν παραμένει αναγνωρίσιμη και ελκυστική και για τον σημερινό αναγνώστη, ακόμη και αυτόν -όπως, εν προκειμένω, ο γράφων- που δεν εντάσσουν στις προτιμήσεις τους το συγκεκριμένο είδος και τις αφηγηματικές του φόρμες και τεχνικές.
Νίκος Κουνενής, Αυγή, 13.06.10
Το Αθηνόραμα για τη Γραμματική
Όποιος έχει ζήσει τα παιδικά ή εφηβικά του χρόνια σε κλειστή κοινότητα ή νησί ξέρει από νοσταλγία. Δεν μιλάμε ειδικά για το παπαδιαμαντικό σύνδρομο. Ο βιωμένος νεανικός χρόνος, καθώς εξορίζεται με την ωριμότητα, παραμένει απροσπέλαστη κομητεία στην οποία ουδείς μπορεί να επιστρέψει. Ενώ τότε όλα ήταν πραγματικά, τώρα τίποτα δεν είναι τεκμαρτό. Ως εκ τούτου η νοσταλγική συγγραφή έχει λόγο, ειδικά όταν δεν μασκαρεύει τα κίνητρά της, αλλά ομολογεί του τραύματος το αληθές. Στα διηγήματα της Τσολακούδη, όλα για τη γενέτειρά της, τη Λήμνο, δεν νιώθουμε τη γραφικότητα ανάλογων αναπαραστάσεων. αντίθετα, γίνεται αισθητό ένα ήπιο φως πίσω από κάθε παράσταση, πράγμα που σημαίνει ότι η συγγραφέας έχει επιτύχει να συναιρέσει το παλιό θάμβος με το ρεαλιστικό του κατάλοιπο μέχρι σημείου ευγενούς μετουσιώσεως. Εξάλλου, είναι χαρακτηριστικότατο ότι τα αποσπάσματα από τα «ειδησάρια» των εφημερίδων της εποχής που παραθέτει όχι μόνο δεν ενοχλούν, αλλά είναι σαν να εορτάζουν τη λογοτεχνικώ τω τρόπω ανάστασή τους. Όσο μεγαλώνουμε, τα παιδικά χρόνια μάς τραβάνε από τα μαλλιά.
Κωστής Παπαγιώργης, Αθηνόραμα, 26.08.10
Διαβάστε στον Οδηγό Ανάγνωσης την πρώτη ιστορία της Μαρίας Τσολακούδη και τη συνέντευξη που έδωσε στο λογοτεχνικό περιοδικό Διαβάζω με αφορμή την κυκλοφορία της Γραμματικής.