Μερικές νύχτες επιστρέφω σε εκείνο το καταραμένο υπόγειο και μπαίνω μέσα χωρίς να το θέλω, κάποια δύναμη μου το επιβάλλει, Χάνα, και παγώνω, δεν μπορώ να πάρω ανάσα, παλεύω να ξυπνήσω, αλλά χωρίς αποτέλεσμα, και το μόνο που βλέπω σε μια βασανιστική λούπα είναι τον πατέρα μου να σκύβει και να βουτά τα χέρια του στο αίμα...
Το Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα είναι η οικογενειακή σάγκα –σε μέγεθος τσέπης– τεσσάρων αδελφών. Στο κέντρο της η επίπτωση που είχε πάνω τους μια τραγωδία στην οποία υπήρξαν μάρτυρες και η φθορά που έχει επιφέρει στους χαρακτήρες η πολύχρονη μάχη με αυτό που λογίζεται ως μοίρα.
Όμως η μνήμη συχνά δεν είναι παρά ένα επισφαλές θραύσμα του συμβάντος και αυτό που θεωρείται δεδομένο μπορεί εντέλει να είναι απλώς μια αληθοφανής παραίσθηση. Στην πραγματικότητα όλα έγιναν αλλιώς και ο μόνος που γνωρίζει την αλήθεια αναρωτιέται αν πρέπει να την αποκαλύψει.
Παρουσίαση από τον Δ. Σκλήρη, mag.frear.gr
Το μυθιστόρημα του πρωτοεμφανιζόμενου Ηλία Μπιστολά εκτυλίσσει το πώς ένα καταγωγικό έγκλημα σφραγίζει τη σάγκα μιας ολόκληρης οικογένειας επί τουλάχιστον τρεις γενεές και ως προς αυτό αποτελεί επικαιροποίηση των αρχαίων τραγωδιών. Παρακολουθούμε σε τρία διαφορετικά μέρη τους βίους τεσσάρων αδελφών, που έχει επηρεάσει ο φόνος που διέπραξε ο πατέρας και πατριάρχης του οίκου. Οι επιλογές των ηρώων, συνειδητά ή ανεπίγνωστα, επηρεάζονται από το πρώτο έγκλημα, αν όχι ως προς τις πράξεις σίγουρα ως προς το συνοδευτικό βίωμα. Η κλειστότητα του οίκου, λόγω του φονικού, αφήνει τους ήρωες ανέστιους και υπαρξιακά ορφανούς ενώπιον της εκκρεμότητας των μεγάλων ερωτημάτων.
Η αφήγηση έχει κινηματογραφικές αρετές –είναι, μεταξύ άλλων, σαφής η επίδραση του Ντέιβιντ Λιντς–, όπως το πολύ σφιχτοδεμένο μοντάζ που κάνει ώστε μια πληθώρα γεγονότων της πολυπρόσωπης αφήγησης να χωρά σε 152 μόλις σελίδες, σε ό,τι ονομάζεται στο κείμενο του οπισθοφύλλου «σάγκα τσέπης». Το «χώμα» του τίτλου μπορεί να σημαίνει ένα τρίπτυχο «δεν ακούω, δεν βλέπω, δεν μιλάω», όπως στην ταινία Οι Τρεις Πίθηκοι του Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν, με άλλα λόγια την επί χρόνια αποτυχία της οικογένειας να αρθεί σε μια ώριμη αυτογνωσία, βασισμένη στην αυτοσυνειδησία ως προς το έγκλημα και τον ρόλο που έχει παίξει, γεγονός που έκανε «οι αμαρτίες των γονέων να παιδεύουν τα τέκνα» σε βάθος γενεών μέχρι την αργή ολοκλήρωση του δραματικού κύκλου. Όπως στην τραγωδία Οιδίπους Τύραννος του Σοφοκλέους, το έγκλημα και ο δράστης του γίνεται γνωστό στον αναγνώστη προς το τέλος, ερμηνεύοντας οπισθοβατικά την αφήγηση και αφήνοντας μέχρι τότε τον αναγνώστη να τοποθετείται έναντι των νεότερων ηρώων και των πεπραγμένων τους με εκκρεμή γνώση.
Εκτός από την κινηματογραφική γραφή, το δεύτερο πολύ σύγχρονο στοιχείο της αφήγησης είναι μία οικολογική μέριμνα για το σύνολο της φύσεως με μια αντισπισιστική επικέντρωση σε ζώα που γίνονται εξίσου με τους ανθρώπους ήρωες του έργου, καθώς γίνεται αντιληπτό ότι στον ίδιο πλανήτη που κατοικούμε οι συνέπειες των ανθρώπινων εγκλημάτων δεν μπορούν παρά να αφορούν και τη φύση. Ο αντισπισισμός συμπλέκεται με μια υπόρρητη φεμινιστική καταγγελία στην πατριαρχία και συναφώς η γλώσσα ως σύνδεσμος των ανθρώπων τίθεται σε αντίστιξη με την αναζήτηση μιας πρωτογλώσσας των μη ανθρώπινων ζώων. Είναι κυρίως, όμως, το έδαφος της γης που πρωταγωνιστεί στο βιβλίο ως ο τόπος των χθόνιων θεοτήτων, ως το υπόγειο του εγκλήματος, ως χώρος υποσυνειδήτου και μυστικών που λανθάνουν και ελλοχεύουν. Το αντίστοιχο ως προς την πλοκή είναι η μη γραμμική αλλά κλωθογυριστή αφήγηση, όπου έχουμε πολλές επαναδρομές στις ίδιες θεματικές και γεγονότα που επιτρέπουν μια πληθώρα πολυφωνικών ερμηνειών κατά μια μπαχτινική πολυσημία.
Με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο, το παραδοσιακό και κλασικό συντίθεται με το σύγχρονο: Οι προσδοκίες τραγικής σπουδαιότητας που δημιουργούνται στον αναγνώστη από μια οικογενειακή σάγκα με τη δική της σύγχρονη αρά, που θα μπορούσε να θυμίζει τον μυκηναϊκό ή τον θηβαϊκό κύκλο, έρχονται να γειωθούν στην ευτέλεια της νεοελληνικής επαρχίας, στην οποία εσχάτως στρέφονται όλο και περισσότεροι δημιουργοί της λογοτεχνίας και του κινηματογράφου, ενώ είναι σαφές ότι το έργο έχει γραφτεί από έναν σινεφίλ που, είτε συνειδητά, είτε αυθόρμητα, χρησιμοποιεί κινηματογραφικές τεχνικές στην αφήγησή του. Επίσης, είναι χαρακτηριστικό ότι το έργο κινείται με άνεση αφενός στη μερικότερη εντοπιότητα του χωριού, αφετέρου στον κοσμοπολιτισμό του πλανήτη με αναφορές σε σειρά ταξιδιών και μεταναστεύσεων σε εξωτικούς προορισμούς· είναι και αυτό ένα χαρακτηριστικό της εποχής μας, καθώς ο Έλληνας αστός της κρίσης αφενός αναζητεί την αυτοσυνειδησία του στη σχέση με το χωριό του, ενώ αφετέρου, στην εποχή των Google maps, αλλά και της διαρκούς επικαιρικής μετανάστευσης, δεν μπορούμε να δούμε τους εαυτούς μας αποκομμένους από τη μεγάλη εικόνα της παγκοσμίωσης. Με όρους της αρχαίας ελληνικής γραμματολογίας, θα λέγαμε ότι είναι ένα έργο που συνδυάζει την τραγωδία του ευσύνοπτου τόπου της πόλεως με το χαοτικό άνοιγμα στον οικουμενισμό της κοσμοπόλεως, όπως βλέπουμε στο ελληνιστικό μυθιστόρημα.
Κάθε οικογένεια έχει ένα μυστικό, τουλάχιστον ένα, που κληροδοτείται από τους γονείς στα παιδιά, όσο εκείνοι είναι εν ζωή και τα παιδιά ακόμα εύπλαστα και ευάλωτα, πριν το δέρμα σκληρύνει, όσο ακόμα παίζουν στην αυλή και μαζεύονται γύρω από το τραπέζι, όσο χρειάζεται να σηκώσουν το κεφάλι, όσο η σιωπή τρομάζει. Κάτι για το οποίο κανείς δεν μιλάει ευθέως, κάτι το οποίο κανείς δεν αντιμετωπίζει μετωπικά. Άπαξ και διατάχθηκε η σιωπή, άπαντες συμπεριφέρονται σαν να μην υπάρχει, σαν να μη συνέβη ποτέ, σαν η λήθη να αποτελεί προϊόν ενεργητικής βούλησης, θαρρείς. Και ο καιρός αναπόφευκτα περνά. Μοιάζει κάτι τέτοιο να αποτελεί απαραίτητο δομικό συστατικό σε κάθε οικογένεια παρά τη διαβρωτική του φύση, μια παράδοση από γενιά σε γενιά, μια ποσότητα πυρίτιδας τοποθετημένη άτσαλα και βιαστικά στα θεμέλια, ένα αναγκαίο κακό που συχνά πρέπει να επινοηθεί ώστε στα σκαλιά του ιδιότυπου αυτού βωμού να συγκεντρώνεται το σύνολο των αποτυχιών, όλα να πηγάζουν από κει και όλα να επιστρέφουν εκεί. Γύρω από το μυστικό αυτό απλώνει τις ρίζες του ο οικογενειακός αλλά και ο ατομικός μύθος, φαντάσματα και τέρατα τρομακτικά τον ενοικούν. Καρπίζουν εκεί βεβαιότητες που στις γωνιές του σπιτιού σιγοκαίνε ανείπωτες. Η πρόσληψη διαφέρει, η διαχείριση ποικίλει, το βάρος δεν επιμερίζεται, ωστόσο, η σκιά δεν αδυνατίζει και καθώς είναι κάτι που δεν υπόκειται σε μηχανισμούς αποδόμησης, απομένει έρμαιο κάθε απώλειας, αναδύεται στην επιφάνεια κάθε κρίσιμη στιγμή.
(...) Το Χώμα στο στόμα, στα αυτιά, στο στόμα είναι μια οικογενειακή σάγκα, που πηγάζει από εκείνο το απόγευμα, όταν το πάτωμα του υπογείου γέμισε από το αίμα του Αχιλλέα, όταν η μάνα διέταξε λήθη κληροδοτώντας το μυστικό. Ο Μπιστολάς παίρνει μια κομβική απόφαση που εν πολλοίς καθορίζει την αναγνωστική πρόσληψη και που έχει να κάνει με το μέγεθος του μυθιστορήματός του επιλέγοντας την αφηγηματική πύκνωση. Με την απόφαση αυτή, που έρχεται ως ένα βαθμό σε σύγκρουση με ένα βασικό ειδολογικό χαρακτηριστικό της οικογενειακής σάγκας με τα πολυσέλιδα τέκνα, ο συγγραφέας πετυχαίνει να αποτυπώσει τον αποσπασματικό χαρακτήρα κάθε οικογενειακής ιστορίας, εν μέρει αινιγματικό ή και κρυπτικό ακόμα και για τα ίδια τα μέλη της, μην επιτρέποντας στον παντογνώστη αφηγητή να πρωταγωνιστήσει εξηγώντας τα πάντα και τοποθετώντας ένα-ένα όλα τα κομμάτια του παζλ. Άλλωστε η απόκρυψη χαρακτηρίζει δομικά τη συγκεκριμένη οικογένεια. Η ανάγνωση του μυθιστορήματος καταδεικνύει πως αυτό αποτελεί συγγραφική επιλογή και όχι αδυναμία.
Ο συγγραφέας χωρίζει το μυθιστόρημά του σε τρία κεφάλαια. Η επιλογή αυτή αποδεικνύεται λειτουργική και υποστηρικτική ως προς τον συνειδητά αποσπασματικό χαρακτήρα της αφήγησης, καθώς επιτρέπει και δικαιολογεί τη συνύπαρξη τριών διαφορετικών επεισοδίων, τριών καρέ από το οικογενειακό άλμπουμ, ικανών ωστόσο να φανερώσουν ιστούς σύνδεσης και επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Ενώ, σε μια περαιτέρω άγρα συγγραφικών προθέσεων και επιδιώξεων, συνεισφέρουν στην αναγνώριση οικείων συστατικών της οικογενειακής ζωής, ακριβώς εξαιτίας της αποσπασματικότητας, γεγονός που επιτρέπει στον αναγνώστη να νιώσει πως πατάει σε έδαφος κοινό, πως μοιράζεται βιώματα και καταστάσεις αναλογικά γνώριμες. Ο Μπιστολάς μοιάζει να υποσκάπτει διαρκώς το ρεαλιστικό υπόστρωμα της ιστορίας αυτής, αφήνοντας την αίσθηση μιας παραβολής να πλανάται, σαν όλα να λειτουργούν την ίδια στιγμή και σε συμβολικό επίπεδο, σαν διόλου να μην τον ενδιαφέρει η πιστή αποτύπωση, αλλά ο εφιάλτης, εκεί που όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα, χωρίς να υπακούν σε σχέσεις αιτίου και αιτιατού ή στη γραμμικότητα του χρόνου, εφιάλτης από τον οποίο ωστόσο το ξύπνημα δεν σε απαλλάσσει.
Τα γεγονότα εναλλάσσονται χωρίς να παρεμβάλλεται η οποιαδήποτε προσφορά κατανόησης, απλώς συμβαίνουν όπως τα γεγονότα είθισται να κάνουν, χωρίς να κομίζουν εξηγήσεις, αφήνοντας συνέπειες στο διάβα τους και πρόσωπα να αναζητούν να συγκεντρώσουν τα κομμάτια τους, αφού πρώτα τα αναγνωρίσουν ως δικά τους μέσα στον χαμό. Ο συγγραφέας αποφεύγει τις στενωπούς της ηθογραφίας, του σωστού και του καλού, και έτσι το μυθιστόρημα ανασαίνει έστω και με την αναπόφευκτη δυσκολία του περιβάλλοντος στο οποίο διαδραματίζεται. Αποφεύγεται επίσης η φρικώδης συναισθηματική καθοδήγηση, ο αναγνώστης αφήνεται αβοήθητος στην αρένα, αντιμέτωπος σταδιακά με τους δικούς του οικογενειακούς και όχι μόνο δαίμονες, χωρίς υποβολείο, τα πρόσωπα του δράματος είναι πειστικά δοσμένα, γεμάτα ελαττώματα και αδυναμίες, κατεξοχήν ανθρώπινα δηλαδή.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να κάνει λέξεις μια έκρηξη χρησιμοποιώντας τα ίδια της τα θραύσματα. Το Χωμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα παρότι πραγματεύεται ζητήματα πολλάκις ειπωμένα διαθέτει έναν τρόπο διακριτό, χωρίς ωστόσο να ξεχνά από πού έρχεται και έχοντας επίγνωση του τι θέλει να πετύχει, μην επιτρέποντας στην τυχαιότητα να παρεισφρήσει. Ο Μπιστολάς, στο πρώτο του μυθιστόρημα, αναλαμβάνει το ρίσκο των επιλογών του και τις ακολουθεί μέχρι τέλους· να σημειωθεί αυτό, γιατί ολοένα και σπανίζει.
Διαβάστε την παρουσίαση εδώ
Γ. Καλογερόπουλος, no14me.blogspot.com
Παρουσίαση στην Αυγή από τη Μαρία Μοίρα Αίμα στα χέρια
(...) Ένα ψυχολογικό θρίλερ που ξεκινά με την κηδεία της μάνας και τελειώνει με τον γάμο του εγγονού της, με ευφάνταστη πλοκή και κινηματογραφική τεχνική, όπου έντεχνα μοντάρονται αποσπάσματα και σκηνές από τις ζωές αυτών των, ενήλικων πλέον, τεσσάρων προσώπων και των οικείων τους. Μια τριμερής αφήγηση με γλώσσα στρωτή και πειστική, που εκτελεί συνεχείς παλινδρομικές κινήσεις ανάμεσα στο παρελθόν και στο παρόν ώστε να αποσαφηνίζονται τα σκοτεινά σημεία του δράματος και να δίνονται με μέτρο οι απαντήσεις στον αναγνώστη κρατώντας τον σε εγρήγορση. Μια εφιαλτική εικόνα, που διαστέλλεται τρομακτικά καταλαμβάνοντας όλο τον ζωτικό χώρο στις ζωές των ηρώων, ενώ ανομολόγητοι φόβοι και κρύφιες ανασφάλειες περιπλέκουν την καθημερινότητα και τις σχέσεις τους. Μυστικά και ψέματα που αιωρούνται σαν πάχνη θολώνοντας τα περιγράμματα. Προμηνύματα θανάτου που κατακάθονται σαν σκόνη πάνω στις αποσταθεροποιημένες δυσλειτουργικές τους υπάρξεις χώμα που στομώνει τις αισθήσεις. Κάποιος ξέρει την αλήθεια και σηκώνει το βάρος αυτής της γνώσης, κάποιος υποψιάζεται και ψάχνει για πειστικές απαντήσεις, αλλά και αυτοί που αγνοούν την πραγματική αιτία του συμβάντος ζουν με την μεταφυσική αγωνία ότι η ύβρις του φόνου και της καταδίκης έχει στιγματίσει και μολύνει και τις δικές τους ζωές. Μια σκοτεινή μοίρα-τιμωρός απαιτεί δικαίωση. Το υπόγειο, το αιματοβαμμένο σκηνικό στα έγκατα της ύπαρξης, είναι η δυστοπία που τους παγιδεύει εντός της, η απόγνωση που τους ακολουθεί σε κάθε βήμα και το ενεργό τραύμα που δεν τους επιτρέπει να προχωρήσουν και να ξεχάσουν.
Όταν η μάνα αφήσει την τελευταία της πνοή λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα στη φυλακή. Όταν σκοτωθεί σε ατύχημα αγώνων ταχύτητας ο άντρας της Αγγελικής, με οδηγό τον αδελφό της και η ίδια κινδυνέψει να καεί στα βάθη του κρατήρα ενός ηφαιστείου στο Τουρκμενιστάν κυνηγημένη από τις ερινύες της. Όταν ο Άρης επιστρέψει από την ηθελημένη εξορία του, όταν πεθάνει ο άντρας της Δήμητρας από παράξενη πτώση και κινδυνέψει να πνιγεί ο γιος της. Όταν και ό ίδιος ο Πέτρος χάσει τη ζωή του άδοξα και παράλογα νικημένος από το βάρος των αποκαλύψεων. Οι υπόλοιποι, περιδεείς και μοιραίοι, θα προσπαθήσουν να συνεχίσουν τις ζωές τους. Έρμαια της ιδεοληπτικής εμμονής ότι κάπου εκεί έξω υπάρχει μια αόρατη απειλή, ένα χρέος που αυτοί οι «αμνοί» της οικογένειας οφείλουν να πληρώσουν.
Διαβάστε την παρουσίαση εδώ
Γράφει η Μ. Μοίρα, Αυγή Αναγνώσεις (6.11.2022)
Συνέντευξη στον Λεωνίδα Καλούση για την Bookpress «Ένα μικρό βιβλίο που καταπιάνεται με μεγάλα θέματα» Πρόσφατα ο Ηλίας Μπιστολάς μας συστήθηκε με το μυθιστόρημα «Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα» (εκδ. Τόπος), «ένα σχετικά μικρό σε έκταση βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με μεγάλα θέματα».
Με ποια λόγια θα συστήνατε το βιβλίο σας σε κάποιον που δεν γνωρίζει τίποτε για σας;
Είναι ένα σχετικά μικρό σε έκταση βιβλίο το οποίο καταπιάνεται με μεγάλα θέματα. Σε τρία διακριτά κεφάλαια παρακολουθούμε τις ζωές τεσσάρων αδελφών, έτσι όπως αυτές διαμορφώθηκαν ύστερα από έναν φόνο που διέπραξε ο πατέρας και πατριάρχης αυτής της οικογένειας. Το έγκλημα του πατέρα λειτουργεί καταστατικά για την προσωπική μυθολογία των χαρακτήρων του βιβλίου, οι οποίοι νιώθουν πως κάθε επιλογή στη ζωή τους, συνειδητή ή όχι, σχετίζεται με τη νύχτα του φόνου. Ωστόσο, όπως πάντα στη μυθοπλασία, τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται, αλλά αυτό δεν έχει σημασία, καθώς ισχυρότερο από την αλήθεια είναι το βίωμα, και αυτό το τελευταίο δεν επιδέχεται εξωτερικό έλεγχο. Η διαχείριση του υλικού γίνεται μέσα από ένα «τραγικό» πρίσμα, προφανώς εκσυγχρονισμένο, ενώ οι ήρωες αναπτύσσονται εντός ενός κενού ελπίδας, ανέστιοι στο πεδίο των μεγάλων απαντήσεων.
Τι απαντάτε σε όσους θα πουν: ακόμη ένας συγγραφέας; Τι το καινούργιο φέρνει;
Θα απαντούσα πως δεν είναι απαραίτητο να φέρει κάτι καινούργιο, δεν χρειάζεται άλλωστε. Η επίτευξη μιας υψηλής λογοτεχνικής στάθμης είναι ο μόνος σκοπός και στην πραγματικότητα το μόνο που οφείλει να επιδιώκει ένας συγγραφέας. Είναι επίσης αυτό που αναζητεί ο αναγνώστης. Από εκεί και πέρα η υφολογική ή η θεματική διαφοροποίηση ακολουθεί, σύμφωνα πάντα με τις ιδιαίτερες κλίσεις και ειδολογικές αναφορές του κάθε δημιουργού. Ωστόσο, στις πρώτες απόπειρες, είναι προτιμότερη η εξάσκηση στη λογοτεχνική «προπαίδεια», μέχρι τουλάχιστον το ξεχωριστό να γίνει αυτονόητο μέσα από την ολοκλήρωση και την κατάκτηση της προσωπική συγγραφικής φωνής, κάτι σαν το δακτυλικό αποτύπωμα του κάθε δημιουργού.
Διαβάστε τη συνέντευξη εδώ,
Λεωνίδας Καλούσης, bookpress.gr (26/11/2022)
Βιβλιοπαρουσίαση από την Έφη Χρυσού για το debόp
Ο Ηλίας Μπιστολάς κάνει την πρώτη του εμφάνιση με το «Χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα», το οποίο χαρακτηρίζει ως οικογενειακή σάγκα -σε μέγεθος τσέπης- τεσσάρων αδελφών.
Μία οικογένεια, ένα μυστικό, ένας φόνος. Τέσσερα αδέρφια ζουν υπό το βάρος ενός εγκλήματος, που διαδραματίστηκε χρόνια πριν, χωρίς κανένας να μπορεί να τα βοηθήσει να λυτρωθούν. Η πλοκή χτίζεται σταδιακά, με εγκιβωτισμένα επεισόδια και αναδρομικές αφηγήσεις - σπαράγματα της μνήμης και των αναθυμήσεων. Άλλοτε σε μορφή εσωτερικού μονολόγου, άλλοτε ευθέως, άλλοτε με την περιγραφική αποτύπωση των μεταβαλλόμενων ψυχικών καταστάσεων των τεσσάρων αδερφών, ο αναγνώστης παρακολουθεί τις ζωές τους στο τώρα, πάντα σε συνάρτηση με το παρελθόν τους, το οποίο είναι ο οδηγός για να αντιληφθούμε το παρόν.
Η μνήμη, οι αναμνήσεις, οι απωθημένες εικόνες αποτελούν κομβικό σημείο αναφοράς, προκειμένου να λυθεί το κουβάρι του έργου. Μια οικογένεια, που διελύθη εις τα εξ ων συνετέθη, είναι ο πυρήνας μιας γρήγορης, κινηματογραφικής πλοκής, που οδηγεί με ακρίβεια προς τη λύση του μυστηρίου. Ποιος είναι ο εφιάλτης και η επαναλαμβανόμενες εικόνες που βλέπουν οι πρωταγωνιστές; Ποιοι έχουν χώμα στα μάτια, στα αυτιά, στο στόμα και γιατί;;; Θα καταφέρουν τα τέσσερα αδέρφια να απεμπλακούν από τη μνήμη - δυνάστη και να απεμπολήσουν την «αμαρτία» για την οποία δεν φέρουν ευθύνη; Και πόσοι θα έχουν χαθεί στη διαδρομή της κάθαρσης αυτής;
Σίγουρα από αυτά τα βιβλία που το debόp προτείνει ανεπιφύλακτα, κρατώντας τα μυστικά του καλά φυλαγμένα για τα μάτια σας μόνο. Ο Ηλίας Μπιστολάς κάνει σίγουρα εμφατική είσοδο στην νεοελληνική λογοτεχνία.
Ε. Χρυσού για το www.debop.gr
Παρουσίαση από τη Σοφία Αυγερινού στο facebook
Υπάρχουν κρατήρες στον κόσμο που χωράνε μια κόλαση και άλλοι που είναι φτιαγμένοι μόνο για δύο. Πες τους εραστές, εχθρούς ή αδέλφια που βγήκαν μαζί από τη σκοτεινή μητέρα. Ένα βασίλειο από χώμα, εκεί που κρύβεται η τύψη, άγγιγμα που ανταποδίδει τη ζωή που έλαβε με θάνατο. Και ο δείκτης του Θεού που έχει για όλους μια μομφή, αρκεί να έχουν μάτια να τη δούνε. Η κατάρα είναι μόνο μια λέξη μέχρι να την πιστέψει κάποιος.
Με τρία συμμετρικά κεφάλαια που τέμνουν τον κόσμο στο κάτω σκοτεινό, το επίγειο και το ουράνιο, για να εξαγγειλουν τελικά πως αυτό που κρατάει τον ιστό της μνήμης είναι και το αποτρόπαιο, χάρη στο οποίο είμαστε αυτοί που είμαστε, ο Ηλίας Μπιστολας γράφει ένα λιτό κομψοτέχνημα που καταφέρνει να υπαινιχθεί το τραγικό έλλειμμα που μας καθιστά ανθρώπους - ανθρώπους όχι επειδή άνω θρωσκουμε, αλλά επειδή το ίχνος μας κρατά πιο λίγο από το κύμα στην ακτή.
"Ίσως να σύρθηκε μόνος του μέχρι εκεί, δεν ήταν σίγουρος, η μνήμη του ήταν γεμάτη κενά. Ο γκρίζος ουρανός σχηματιζόταν σαν στέμμα στις κορφές των δέντρων. Η βροχή που αδυνάτιζε ώσπου έγινε ψιχαλα. Τα ψάρια να πέφτουν από ψηλά. Λίγα μεγάλα, τα περισσότερα μικρά, χωρίς να σπαρταρουν, ήδη νεκρά. Μερικά τον βρήκαν στο σώμα, αλλά η εξάντληση του ήταν τέτοια που δεν είχε τη δύναμη ούτε να πονέσει. Τα βλέφαρα του βάρυναν. Πριν σβήσει την είδε, με ένα όνομα το οποίο δεν μπορούσε να θυμηθεί, να σκύβει να τον φιλήσει, και όσο τον πλησίαζε, τόσο το πρόσωπο της μεγεθυνοταν, σε τέτοιο βαθμό, που στο τέλος ο ίδιος μετατράπηκε σε μια ψειρα μπροστά σε ένα γιγάντιο προσωπείο ".
12/12/2023
Παρουσίαση του μυθιστορήματος του Ηλία Μπιστολά στο βιβλιοπωλείο-καφέ ''Κομπραί'' 09/03/2023 (Διδότου 34, Αθήνα). Για το βιβλίο μίλησαν οι συγγραφείς: Καλλιρρόη Παρούση & Κατερίνα Χανδρινού.