Σελ.: 352 Σχήμα: 14 x 21 ISBN: 978-960-6863-98-1 Τιμή: 18,00 € Τιμή online: 16,36 €
Πρώτη έκδοση: Νοέμβριος 2010
Ένα νέο, απρόβλεπτο μυθιστόρημα από τον Γιάννη Ξανθούλη που συνδυάζει gothic ατμόσφαιρα με στοιχεία σύγχρονου παραμυθιού.
Τα παράτησε όλα η Πελαγία από ανάγκη. Μαθηματικά, έρωτες, κοριτσίστικες απλές φαντασιώσεις, την πολυτέλεια να ονειρεύεται… Όλα. Έπρεπε να δουλέψει, για να βοηθήσει την οικογένεια να μεγαλώσει τα δύο αδέρφια της, που ήρθαν με καθυστέρηση δέκα χρόνων. Όμορφα και αρτιμελή. Ακριβώς το αντίθετο από κείνη. Η Πελαγία ξέχασε πως ήταν αδερφή τους κι έπαιξε ρόλο «ετεροθαλούς» μάνας, κι ας είχαν μάνα καθ’ όλα άξια.
Ο δικός της ρόλος καθορίστηκε από πολύ νωρίς. Δουλειά και μικρές ανάσες. Δουλειά και προσήλωση στην ασήμαντη καθημερινότητα. Και μια φαντασία που σκλήραινε με τον καιρό.
Όταν πια η ζωή έδειχνε να ’χει πάρει τον δρόμο της –μια ύποπτη ευθεία που γίνεται καθεστώς μέσ’ από την αποδοχή της ήττας και των συμβιβασμών– συνέβη, σαν ακραίο καιρικό φαινόμενο, κάτι τόσο απρόσμενο, που ακύρωσε όλη της την πραγματικότητα. Ωστόσο υπερασπίστηκε με πείσμα τον επίπονα κατακτημένο τίτλο της «Δεσποινίδος Πελαγίας», ως μοναδική της άμυνα. Εκείνο που δεν σκέφτηκε ποτέ ήταν αυτό που οι τζογαδόροι τρελαίνονται να αποκαλούν «συνωμοσία της τύχης». Μια δύσκολη συναστρία ζωδίων, με μαθηματικό οίστρο και μια απέραντη γκάμα δοκιμασιών για κάθε επίλεκτο συνωμότη… Από ’κεί και πέρα, όλα ήταν θέμα αισθηματικής αντοχής και σωστής διαχείρισης του φόβου για το άγνωστο.
____________________________________________
Ο ίδιος ο Γιάννης Ξανθούλης επισημαίνει για το νέο του μυθιστόρημα:
…Η Δεσποινίς Πελαγία είναι μια γυναίκα αλεξικέραυνο τύψεων, επιθυμιών, ελπίδας και ερωτικών διλημμάτων. Πλησιάζει, βέβαια, τα εξήντα με ανάπηρο βήμα και ίσως αυτό είναι που την κάνει ανθεκτική στην απερχόμενη νεότητά της. Δε το ξέρει όμως και το μαθαίνει βιαιότατα. Έτσι σε λιγότερο διάστημα από ένα μήνα θα ζήσει όσα ονειρεύτηκε στην ημερολογιακή της άνθιση με όλους τους κινδύνους των γεγονότων που θα προκύψουν.
Θέλησα να γράψω μια ελεγεία στη μοναξιά, όπως τη συναντάμε ή όπως την κουβαλάμε κυτταρικά μέσα μας. Όχημά μου στο ταξίδι, η περιπέτεια της Πελαγίας σε μια Αθήνα επίφοβη, σημερινή και μελαγχολικά εγωπαθή από άμυνα.
Η δεσποινίς Πελαγία μακριά από κάθε γνωστό «ευδαιμονικό σύμπαν» θα γίνει αυτό που θα ήθελαν οι περισσότεροι κάτοικοι της τωρινής αμήχανης Ελλάδας.
Κρατά όμως κλειστό το απαστράπτον μυστικό της και ίσως την ελαφρότητα της τραγωδίας της. Γι’ αυτό γελά και δεν ελπίζει σε τίποτα σαν ηρωίδα εκτός συναγωνισμού…
Η Τίνα Μανδηλαρά γράφει για το βιβλίο
Χρόνια τώρα έχω την αίσθηση ότι ο Γιάννης Ξανθούλης φυλάει λογοτεχνικές Θερμοπύλες στο κέντρο της πόλης: κυριολεκτικά και μεταφορικά. Περιδιαβάζει τις περιοχές του κέντρου «κλέβοντας» εικόνες, στοιχεία και φανταστικές ιστορίες για το επόμενο «αστικό» —πάντα με τον νεοελληνικό τρόπο του Ξανθούλη—μυθιστόρημά του. Από εκεί, άλλωστε, από αυτό το αλλόκοτο κέντρο της αθηναϊκής πόλης, τη ζοφερή Πανεπιστημίου, τα σκοτεινά πέριξ της Ασκληπιού και συγκεκριμένα τον Κολωνό ξεπήδησε και η νέα του ηρωίδα, η Πελαγία: μια κακοφορμισμένη μεσόκοπη με χιλιάδες βάσανα στην πλάτη, μια δουλειά που την καταπιέζει, δυο αδέλφια που τα μεγαλώνει σαν παιδιά της και μπόλικα απωθημένα και προσδοκίες. Κι ενώ όλα μοιάζουν εναντίον της ξαφνικά το σκηνικό αλλάζει, αποδεικνύοντας ότι στα μυθιστορήματα και στη ζωή τίποτε δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεδομένο. Εξάλλου η αστική ζωή και οι πρωταγωνιστές της υπήρξαν τα βασικά συστατικά του πολύχρωμου μυθιστορηματικού παζλ του Γιάννη Ξανθούλη. Ο Ξανθούλης είναι από τους λίγους καθαρόαιμους Έλληνες συγγραφείς που είχαν την τιμιότητα να αντιπαρατεθούν με το μικροαστικό σύμπαν της χώρας μας και να βγουν νικητές: να καθηλώσουν τη σουρεαλιστική αγυρτεία του ελληνικού χαρακτήρα με την αιχμηρή τους πένα. Μπορείς πάντα να ονειρεύεσαι απενοχοποιημένα με τα μυθιστορήματα του Ξανθούλη, ακόμη και στο κέντρο του ελληνικού σύμπαντος: υπόγειος ερωτισμός, ξέμπαρκη ομοφυλοφιλία, καταπιεσμένα φιλιά και στη μέση ήρωες με τα δικά τους κουσούρια, αλλά πάντοτε δυναμικοί μονομάχοι της ζωής. Η Πελαγία είναι ο πιο δύστροπα γλυκός χαρακτήρας που έχει «χτίσει» μέχρι σήμερα ο Ξανθούλης και ταυτόχρονα η απόδειξη ότι η ώριμη αθηναϊκή μοναξιά του έχει ακόμη πολλά δώρα να μας δώσει και άπειρες λογοτεχνικές εμπνεύσεις.
Πρώτο Θέμα, "Big Fish", 16/01/2011
Η Ελισάβετ Κοτζιά γράφει στις Αναθεωρήσεις
(...) Πριν από είκοσι πέντε χρόνια είχα απορρίψει με φανατισμό το ευπώλητο μυθιστόρημά του «Ο σόουμαν δεν θα ’ρθει απόψε» θεωρώντας πως αποτελεί το απόλυτο κιτς – και είχα εκφράσει (περισσότερες) επιφυλάξεις για το «Πεθαμένο λικέρ» (1987) και (λιγότερες) για το «Ροζ που δεν ξέχασα» (1991). Απολαμβάνοντας εις το έπακρον τη σημερινή «Δεσποινίδα Πελαγία» (εκδ. Τόπος, σελ. 348), σκέφτομαι πως με ενδιαφέρει να επανελέγξω, μέσα από το πρίσμα των πραγματοποιημένων μετατοπίσεων, τις παλαιότερες αντιδράσεις μου, καθώς και να διαβάσω τα υπόλοιπα έργα του ευπώλητου συγγραφέα. Η «Δεσποινίς Πελαγία» αναμφισβήτητα ανήκει στην πεζογραφία, κι αν ήταν λόγου χάρη ταινία (για να προσφύγω στα εργαλεία της κριτικής κινηματογράφου, που δεν βαρύνεται από τους τρομοκρατικούς περιορισμούς της λογοτεχνικής παράδοσης) θα την τοποθετούσα κάτω από τη ρουμπρίκα της (παρωδιακής) κομεντί. Το μυθιστόρημα του Ξανθούλη χειρίζεται με εξαιρετική ευχέρεια ένα πλήθος αφηγηματικών τεχνασμάτων: ιχνογραφεί χαρακτήρες, αντλεί από τους τρόπους του μαγικού παραμυθιού, παρωδεί και προξενεί μειδίαμα, προκαλεί σασπένς. Πρώιμη μαθηματική ιδιοφυΐα, αδικημένη από τη μάνα της και ισχυρογνώμων, η κουτσή Πελαγία εγκαταλείπει τις σπουδές της για να θρέψει την οικογένειά της – και για να μεταμορφωθεί στην ψυχή μιας μικρής βιοτεχνίας που φυτοζωεί. Ευαίσθητη, πικραμένη και ονειροπόλα έχει παράλληλα εξελιχθεί σε «βερνικωμένο κέρατο». Διότι οι αρετές της απεδείχθησαν άχρηστες σε μια ακαλλιέργητη κοινωνία που, όταν απέκτησε οικονομική άνεση, το μόνο απ’ το οποίο συγκινήθηκε ήταν τα φανταχτερά σύμβολα ευζωίας και ατομικού πλουτισμού. Ομως η συνωμοσία της τύχης μπορεί να επιφέρει την πιο αναπάντεχη αλλαγή. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, οι τυχεροί λαχνοί του λαχείου αρχίζουν να την κατακλύζουν, ενώ η πάμπτωχη ζητιάνα που περιέθαλπε της κληροδοτεί ολόκληρο θησαυρό. Το αίσθημα δικαιοσύνης του αναγνώστη ικανοποιείται μαζί με την αχόρταγη λαχτάρα που ουδέποτε μας έχει εγκαταλείψει για την παντοδυναμία του μαγικού.
Εχει ένα θέμα ο Γιάννης Ξανθούλης με τις μεσόκοπες γυναίκες. Ιδίως εκείνες που είναι «περιθωριακές» μέσα στη «συμβατικότητά» τους ή «κανονικές» μέσα σε έναν κόσμο θεότρελο. Εχει τον τρόπο του. Και έχει καταφέρει να συνθέσει αυτά τα 30 χρόνια που γράφει λογοτεχνία, μια αλμοδοβαρική πινακοθήκη χαρακτήρων α λα ελληνικά, με πινελιές από αθηναϊκές συνοικίες, τις «καλές» και τις «basse classe», από Θράκη και από Κωνσταντινούπολη, με αγκομαχητά και μυρωδιές όχι απαραίτητα από γιασεμί και γαρίφαλο. Γυρίζει ένα «μίξερ» ο Γιάννης Ξανθούλης και μέσα εκεί όλα στροβιλίζονται, τραγούδια του ’50 και εμπριμέ φορέματα, ξέπλεκα μαλλιά και γλυκά του κουταλιού, εξώφυλλα του «Ρομάντσου» και γράμματα αγαπητικών, ιστορίες γκροτέσκ για θείες υπεραιωνόβιες και θείους μπερμπάντηδες. Εχω την αίσθηση ότι άθελά του (;), ήδη από την «Οικογένεια μπες-βγες» (1982), ο Γιάννης Ξανθούλης έχει υπογράψει σταδιακά το μεγάλο «γοτθικό» μυθιστόρημα της μεταπολεμικής Ελλάδας, μέσα σε ένα κράμα νεορεαλισμού, φάρσας, βοντεβίλ και μαγικού ρεαλισμού.
Στο «Δεσποινίς Πελαγία», το πιο πρόσφατο από τα βιβλία του (εκδ. Τόπος), η ηρωίδα του συμπυκνώνει όλη αυτή τη διαδρομή μέσα από κανάλια περιθωριακής μοναξιάς, συμπόνοιας, σεξουαλικής εκτόνωσης, φιλαρέσκειας και αυτοκαταστροφής. Στο φόντο, η Αθήνα, η πόλη που συμπρωταγωνιστεί συχνά και που είναι πάντα ντεκουπαρισμένη σαν χριστουγεννιάτικο στολίδι και σαν φωτοστέφανο στα κεφάλια των ηρώων. Η «Δεσποινίς Πελαγία», έχει, όπως κάθε βιβλίο του Ξανθούλη που σέβεται τον εαυτό του, κτηνώδη ερωτισμό, υγρασία σωμάτων και κλειστά δωμάτια, ώριμα κορμιά και ένοχα μυστικά, που ξεθωριάζουν στα σύνορα της φαντασίας και της πραγματικότητας.
Σε αυτά τα «όρια» επιτίθεται ο Γιάννης Ξανθούλης, και τα δυναμιτίζει. Στήνει εκ νέου έναν κόσμο μισότρελο, αλλά με τη δική του λογική, με τους δικούς του «αγίους» σαν αγάλματα σε καθολικές εκκλησίες των Ιησουιτών ή σαν μορφές βυζαντινών εικόνων. Αυτούς τους καθημερινούς ήρωες, ο Ξανθούλης τους τραβάει προς τα πάνω, και ενώ τους παρακολουθεί να στριφογυρίζουν στη γη, ζωγραφίζει γύρω τους μία φωτεινή αύρα. Εκπέμπουν φως αλλά εκείνοι, ως αληθινοί ήρωες, δεν το ξέρουν.
Διαβάστε στον οδηγό ανάγνωσης τις πρώτες σελίδες του μυθιστορήματος, καθώς και ένα αποκαλυτπικό πορτραίτο του Γιάννη Ξανθούλη από την Ελένη Γκίκα στο Έθνος της Κυριακής.