1η έκδοση: Ιούλιος 2009
Θέμα του βιβλίου είναι η ιστορία ενός ληστή τραπεζών, ο οποίος στη δεκαετία του 1980 ήταν ο υπ’ αριθμόν ένα καταζητούμενος στην Αυστρία. Λήστευε τράπεζες (κάποτε δύο και τρεις την ίδια μέρα) κι ύστερα εξαφανιζόταν τρέχοντας, συχνά επί τέσσερις συνεχείς ημέρες. Στη διάρκεια μιας ανάκρισης στην αστυνομία πήδηξε από το παράθυρο και εξαφανίστηκε στα δάση της Βιένης. Υπήρξε πραγματικός μαραθωνοδρόμος και είχε το παρατσούκλι «Ρόνι ο καραμπίνας» (Pumpgun Ronnie), εξαιτίας του όπλου που χρησιμοποιούσε και της μάσκας του Ρίγκαν με την οποία κάλυπτε το πρόσωπό του.
Το ψυχολογικό όμως θρίλερ του Πριντς πηγαίνει πολύ βαθύτερα στην αποκάλυψη ενός ιδιότυπου χαρακτήρα για τον οποίο η κλοπή των τραπεζών και το τρέξιμο αποτελούσαν συστατικά της βασανισμένης ύπαρξής του: το να νικήσει σε έναν μαραθώνιο και το να ληστέψει μια τράπεζα δίχως να συλληφθεί αποτελούσαν ισοδύναμες «κατακτήσεις» στην ψυχοσύνθεση ενός ανθρώπου που δεν καταλάβαινε τους άλλους, που ζούσε τη μοναχική ζωή του δίχως να δένεται με κανέναν και τίποτε – πέρα από το σώμα του, του οποίου τις αντοχές γνώριζε πολύ καλά. Ο Γιόχαν Ρετενμπέργκερ του βιβλίου είναι ένας
απερίγραπτος άνθρωπος που κινείται πέρα από τα παραδεκτά όρια του καλού και του κακού, ένας άνθρωπος που αισθάνεται πραγματικά ζωντανός, πραγματικά ο εαυτός του, πραγματικά ελεύθερος μόνο όταν τρέχει στον καθαρό αέρα με έναν σκοπό: να ξεφύγει από τους διώκτες του, να φτάσει νικητής στο τέλος του μαραθωνίου ή της λαχανιασμένης ζωής του.
Το βιβλίο μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον πρωτοποριακό Γερμανό σκηνοθέτη Benjamin Heisenberg (εισηγητή στη Γερμανία του γνωστού «Δόγματος 95» του Λαρς φον Τρίερ).
"Ληστεία με στιλ"
Με μια φράση από τα Ημερολόγια του Κάφκα ως εισαγωγή, «δεν θα αφήσω τον εαυτό μου να κουραστεί», ο
Πριντς προδίδει από την αρχή τις προθέσεις του. Γι' αυτόν ο Καραμπίνας Ρόνι δεν είναι ένας κοινός ληστής τραπεζών. Ούτε ο αρνητής των κοινωνικών συμβάσεων που ληστεύει τράπεζες ως πρόκληση απέναντι στην εξουσία.
Είναι ένας «ξένος» σαν τον ήρωα του μυθιστορήματος του Αλμπέρ Καμί. Ένας συνηθισμένος άνθρωπος που, για να ξεφύγει από την γκρίζα καθημερινότητα, ληστεύει με άψογο στυλ και χωρίς περιττή βία, χτυπώντας μέχρι και τρεις τράπεζες σε μια μέρα. Ύστερα κρεμάει την αθλητική τσάντα στον ώμο και τρέχει στους δρόμους σαν δρομέας σε προπόνηση.
Δημήτρης Αναστασόπουλος, Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 26.07.2009
Διαβάστε στον
Οδηγό Ανάγνωσης ολόκληρη την παρουσίαση της
Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας για τον
Ληστή μαραθωνοδρόμο, την κριτική του Κωνσταντίνου Ματσούκα στην "Βιβλιοθήκη" της
Ελευθεροτυπίας καθώς και τις πρώτες χαρακτηριστικές σελίδες του βιβλίου.