Υπό τον τίτλο «Ασήκωτα μυγάκια και ελαφρές χρυσόμυγες στο σπαθί τους» ο Δημοσθένης Κούρτοβικ συνέχισε στη γνωστή στήλη του στο «Βιβλιοδρόμιο», (εφημ.
Τα Νέα, 07.02.09) την κατά μέτωπο επίθεση στους εκπροσώπους της προσδιορισμένης από τον ίδιο ως «καθεστωτικής» κριτικής. Έχουν προηγηθεί λιγότερο ή περισσότερο ανοιχτές τοποθετήσεις / απαντήσεις του Αλέξη Ζήρα (στο περ. «Διαβάζω»), του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου και της Ελισάβετ Κοτζιά.
Η δική μας στάση στο θέμα έχει εκφραστεί παντοιοτρόπως στο παρελθόν*
1: παράδειγμα η σφοδρή αντιπαράθεση με τον ποιητή Διονύση Καψάλη*
2, η αντιπαράθεση με αφορμή το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη
Ελένη ή ο Κανένας έναντι της άκριτης παρανάγνωσής του που έγινε κατά τον ίδιο τρόπο τόσο από την Ελισάβετ Κοτζιά*
3 όσο και από τον Β. Χατζηβασιλείου*
4, η πρόσφατη αντιπαράθεσή μας με μερίδα της ίδιας κριτικής με αφορμή την απόδοση κλασικών νεοελληνικών κειμένων στη σύγχρονη γλώσσα*
5 η ακόμα πιο πρόσφατη κριτική μας για την παρανάγνωση που ο Β. Χατζηβασιλείου επεφύλαξε στο
True Love (βλ. εδώ, στον «Οδηγό Ανάγνωσης» για το
True Love) κ.λπ. κ.λπ.
Τα γράφουμε όλα αυτά ώστε να μη θεωρηθεί, από τους νεότερους αναγνώστες, ότι εύκολα και άκριτα υπερασπιζόμαστε
σήμερα μια «αντικαθεστωτική» στάση όπως αυτή του Δημοσθένη Κούρτοβικ. Τα γράφουμε επίσης ώστε να γίνει κατανοητό κάτι ακόμα σοβαρότερο, το οποίο ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, λόγω της επικαιρότητας του άρθρου του, δεν επισημαίνει: το γεγονός δηλαδή
ότι
η καθεστωτική κριτική είναι ανέκαθεν η μόνη κριτική στην Ελλάδα – κι αυτό ήδη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, από τα χρόνια των «καθεστωτικών» Γιώργου Κατσίμπαλη και Ανδρέα Καραντώνη, όπως κι αργότερα, στα χρόνια του Βάσσου Βαρίκα και του Κώστα Σταματίου ή, πιο πρόσφατα, επί της μεταπολιτευτικής «τρόικας» Αλέξανδρου Κοτζιά - Σπύρου Τσακνιά - Αλέκου Αργυρίου…
Η απάντηση στο όποιο ειλικρινές ερώτημα επ' αυτής της δυστυχίας είναι περίπου η ίδια που αφορά την πορεία της χώρας και της νεοελληνικής λογοτεχνίας όλα αυτά τα χρόνια:
Μια περιφερειακή χώρα, μια φοβική χώρα, ένας εισαγόμενος μοντερνισμός, αποκομμένος από την παράδοση, που εκλαμβάνεται ως εκσυγχρονισμός, επαρχιακή στάση στα πράγματα, μικροαστική νοοτροπία της αριστεράς που διαμόρφωσε μεταπολεμικά το λογοτεχνικό κατεστημένο*
6,
πελατειακή σχέση κριτικού - συγγραφέα, ακριβώς όπως και η σχέση πολιτικού - πολίτη, χαμηλό επίπεδο επί της θεωρίας της λογοτεχνίας, αδιαφορία / άγνοια των κριτικών για τη διεθνή εμπειρία, φαντασιακά ψευδοϊδεολογήματα που υποκαθιστούν το Πραγματικό (ελληνοκεντρισμός ή ευρωπαϊκή στάση, σοσιαλρεαλισμός ή αφαίρεση, πολυτονικό ή μονοτονικό, δημοτική ή καθαρεύουσα, πρόζα ή ποιητικότητα, κ.λπ. κ.λπ.), αδιαφορία για την πραγμάτευση του Πολιτικού στη μυθιστορία, μετά την κατάρρευση της Αριστεράς υποκατάσταση των ανθρωπιστικών αξιών και της λογοτεχνικότητας από ένα φτηνό κοσμοπολιτισμό τηλεοπτικής κοπής, αδιαφορία για ένα παρεμβατικό, συλλογικών συμφερόντων σωματείο Συγγραφέων, δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία των εφημεριδογράφων επί του βιβλίου (εξαιρέσεις ελάχιστες), λοιδορία των συγγραφέων από τους κρατικούς φορείς που αγοράζουν με ψίχουλα τις συγγραφικές συνειδήσεις (βλ. π.χ. τον απαράδεκτο θεσμό των λεγόμενων τιμητικών συντάξεων) κ.λπ.
Ναι, οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ το γνωρίζουν αλλά ποιούν τη νήσσα:
το πρόβλημα είναι πολλά και ταυτόχρονα ένα: επειδή απλά αποτελεί πρόβλημα μιας συντηρητικής, ακαλλιέργητης, απαίδευτης και αδιάφορης για τον πολιτισμό χώρας, μιας χώρας που οι πολιτικοί της αποδείχτηκαν όλοι ανεξαιρέτως ανίκανοι να στεριώσουν μια σύγχρονη Εθνική βιβλιοθήκη, ένα σύγχρονο Δίκτυο δανειστικών βιβλιοθηκών για όλη τη χώρα, μια σύγχρονη, μη ιδρυματική, βασική εκπαίδευση, ένα σύγχρονο Παν/μιο που να βασίζεται στην έρευνα και όχι στην κονσέρβα των πληροφοριών κ.λπ. κ.λπ.
Σε ένα από την κορυφή έως τη βάση πελατειακό κράτος όλα είναι πελατειακά, όλα λειτουργούν με τη φτηνή συναλλαγή, με το λιγότερο δυνατό κόστος (έχει και η κριτική το κόστος της), με την κομπίνα – και το χειρότερο: όπως στο πρόσφατο Βατοπέδι, δηλ. ανενδοίαστα, δίχως την παραμικρή αισχύνη.
Παραφράζοντας λοιπόν ελαφρά αυτό που σημειώσαμε σχετικά πρόσφατα, με αφορμή τις λέσχες ανάγνωσης και τον σχετικό διαγωνισμό του
ΕΚΕΒΙ, δεν μένει παρά να επαναλάβουμε:
κατά τη χώρα και η κριτική της…